- γαιόσακκος
- οσάκκος γεμάτος άμμο που χρησιμοποιείται σε οχυρώσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαιο- < γαία + σάκκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Χαντσερή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαία — Αρχέγονη ελληνική θεότητα, η οποία στη Θεογονία του Ησιόδου εμφανίζεται στην αρχική δημιουργία του κόσμου, αμέσως μετά το Χάος. Η Γ. γέννησε μόνη της τον Ουρανό, τον Πόντο και τα Όρη και ύστερα, με σύζυγο τον Ουρανό, τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες… … Dictionary of Greek